στρατόπλωτος

στρατόπλωτος
-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου τής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρατοπλώτους — στρατόπλωτος transporting an army masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”